- καθαιρετικός
- -ή, -ὁ (Α καθαιρετικός, -ή, -όν) [καθαιρέτης]καταστρεπτικός, αφανιστικόςαρχ.1. αυτός που ελαττώνει, αυτός που μειώνει («καθαιρετικά φάρμακα», Γαλ.)2. αυτός που αναχαιτίζει, αυτός που σταματά, που επιβραδύνει («καθαιρετικὸν παλμῶν», Γαλ.)3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καθαιρετικά (ενν. γράμματα)έγγραφα καθαιρέσεως.επίρρ...καθαιρετικῶς (Α)με καθαίρεση.
Dictionary of Greek. 2013.